Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

Εκείνο το ένα βράδυ...

Εκείνο το ένα βράδυ που ήμασταν μαζί. Αυτό σκέφτομαι πολύ τελευταία...

Ήταν μόνο ένα στην ουσία αλλά δεν ήξερα τότε ότι δεν θα υπάρξει άλλο.

Ήταν τέλη Αυγούστου, αποκαλόκαιρο. Δεν έκανε πολλή ζέστη πια και μπορούσες να κοιμηθείς πιο εύκολα χωρίς να κολλάς στα σεντόνια.

Παρασκευή βράδυ, η πόλη ζούσε ακόμη σε έντονους ρυθμούς και μια κάποια κανονικότητα είχε επιστρέψει.

Ήταν το πρώτο βράδυ που κοιμηθήκαμε μαζί. Και το μοναδικό. Πολλές φορές πριν σου είχα ζητήσει να μείνεις, αλλά δεν το είχες κάνει. Δεν ήθελες, δεν μπορούσες, το σεβάστηκα γιατί ήξερα ότι για μένα θα σήμαινε κάτι.

Εκείνο όμως το βράδυ έμεινες. Στο είπα εγώ αλλά το δέχτηκες. Ήθελες.

Κοιμηθήκαμε για πρώτη φορά αγκαλιά. Είχες το χέρι σου περασμένο στον αριστερό μου ώμο, όταν σε πήρε ο ύπνος. Εγώ είχα ακουμπήσει το κεφάλι μου στο στήθος σου και η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Αφού φοβήθηκα ότι θα σε ξυπνήσω.

Επιτέλους, σκεφτόμουν. Είσαι στην αγκαλιά μου απόψε. Πόσο καιρό το περίμενα. Κάποιος λόγος θα υπάρχει, δεν μπορεί. Είχες πλάκα όπως κοιμόσουν, εγώ σε κοίταγα και δεν ήθελα να ξημερώσει. Nα μείνουμε έτσι, αγκαλιασμένοι για όσο περισσότερο γίνεται. Να σε έχω εκεί που θέλω.

Ξημέρωσε όμως, όπως ξημερώνει πάντα. Έπρεπε να φύγεις νωρίς. Αλλά αργότερα θα σε έβλεπα και πάλι.


Για μένα ήξερες τι σημαίνει. Ήξερες πολύ καλά τι ήταν αυτό το βράδυ. Ήξερες τα πάντα καθώς σου είχα εκφράσει ανοιχτά τα συναισθήματά μου.

Δεν με πειράζει που δεν ένιωσες το ίδιο. Ψέματα. Με πειράζει. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ποτέ δεν το είπες. Ποτέ δεν ξεκαθάρισες τι θες, τι νιώθεις, τι... Άφηνες ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα με μισόλογα και εμένα να ελπίζω. Αυτό ήταν το πιο άδικο και το ανήθικο από όλα. Όχι ότι δεν με ερωτεύτηκες όπως εγώ, όχι ότι ήθελες μόνο κάτι μικρό από μένα, όχι ότι στο τέλος διάλεξες να μείνεις εκεί που είσαι, στο σπίτι σου και την ασφάλειά σου.

Καλά έκανες. Αφού αυτό είναι που ήθελες πραγματικά και σε κάνει ευτυχισμένο.

Ούτε που χάθηκες έτσι απλά από τη ζωή μου, όπως ήρθες. Ούτε που δεν ήθελες να με χαιρετήσεις όταν σε είδα και σε ρώτησα αν είσαι καλά. Γιατί ήθελα να είσαι καλά, πανάθεμά σε.

Μόνο που με έκανες να θέλω να είμαι μαζί σου, από εκείνη την πρώτη μέρα που μου άνοιξες την πόρτα και μου χαμογέλασες. Που είδα το πρόσωπό σου και σου χαμογέλασα και γω.



Αυτή η ελπίδα, που μένει μέχρι τέλους.

Φταις, θα μου πεις. Φταίω, ναι. Αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη. Ήξερα που έμπλεκα και αποφάσισα να πάρω το ρίσκο. Να παλέψω για να σε κερδίσω. Απέτυχα παταγωδώς, όπως φαίνεται. Δεν κατάφερα να μπω στην καρδιά σου, παρά τις όμορφες στιγμές. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχαμε. Αυτό το λίγο, το κάτι, το τίποτα. Που φαινόταν να το θες τόσο. Το έβλεπα στα μάτια σου κάποιες φορές ότι μπορεί να ήταν κάτι παραπάνω. Μπορεί να ήταν. Μπορεί να μην ήσουν σίγουρος ή να φοβήθηκες. Ή απλώς μπορεί να ήταν οι ελπίδες μιας ηλίθιας ερωτευμένης.

Τελικά πάντα η ασφάλεια και η σιγουριά κερδίζουν. Το πάθος, η ένταση, το απαγορευμένο σβήνει και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.

Το δέχομαι λοιπόν. Λευκή πετσέτα... Ελπίζω πραγματικά να είσαι καλά από εδώ και πέρα γιατί όποιος αγαπάει θέλει μόνο το καλό του άλλου.

Θα γίνω και γω κάποια στιγμή...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου